- γλύφει
- γλύφωcarvepres ind mp 2nd sgγλύφωcarvepres ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Pugillares tabulae — • Pugillāres (libri, tabulae) маленькие (величиной с кулак, от pugillus) таблички, которые носили как карманную книжку, состоящие из нескольких навощенных листков. Их употребляли также для любовных посланий, что доказывает одна картина в… … Реальный словарь классических древностей
καλαμογλύφος — καλαμογλύφος, ον (Α) αυτός που γλύφει, δηλ. σκαλίζει το καλάμι και κατασκευάζει γραφίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάλαμος + γλύφος (< γλύφω), πρβλ. λιθο γλύφος, τοκο γλύφος] … Dictionary of Greek
κυμινοπριστοκαρδαμογλύφος — κυμινοπριστοκαρδαμογλύφος, ον (Α) (κωμ. λ.) (για τσιγγούνη) αυτός που πριονίζει, που τεμαχίζει το κύμινο και γλύφει τα κάρδαμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύμινον + πρίστης + κάρδαμον + γλύφος (< γλύφω)] … Dictionary of Greek
πτερνογλύφος — ὁ, Α (ως ονομασία ποντικού) αυτός που γλύφει φτέρνες, δηλ. χοιρομήρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < πτέρνη (ΙΙ) «χοιρομέρι» + γλύφος (< *γλύφος < γλύφω), πρβλ. τοκο γλύφος] … Dictionary of Greek
σμιλιγλύφος — ον, Α αυτός που γλύφει ή χαράσσει με σμίλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < σμίλη + γλυφος (< γλύφω), πρβλ. λιθο γλύφος. Το ι τοῦ α συνθετικού είναι πιθ. αναλογικό προς άλλους τ. (πρβλ. πυκι μηδής) ή προέρχεται από το υποκορ. σμιλίον] … Dictionary of Greek
τυρογλύφος — ο, ΝΑ νεοελλ. ζωολ. γένος ακάρεων τής οικογένειας τυρογλυφίδες αρχ. (κωμική λ.) (ως ονομασία ποντικού) αυτός που γλύφει, που σκαλίζει το τυρί. [ΕΤΥΜΟΛ. < τυρός + γλύφος (< γλύφω) πρβλ. τοκο γλύφος. Η λ. με τη νεοελλ. της σημ. είναι… … Dictionary of Greek